Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018


Καθηγητής Δρ. Σπυρίδων Παρασκευόπουλος (ομότιμος)

Πρώην Διευθυντής του Ινστιτούτου Θεωρητικής Οικονομικής και

Καθηγητής της Θεωρητικής Μακροοικονομικής στην Οικονομική Σχολή

του Πανεπιστημίου Λειψίας (Γερμανία)





                                                                                                          Κολωνία, Δεκέμβριος 2017



Πρόταση συζήτησης για ριζική μεταρρύθμιση του
γερμανικού φορολογικού και κοινωνικού συστήματος
σε συνδυασμό με τη χορήγηση ενός βασικού εισοδήματος
για όλους



Περιεχόμενα

1.        Τα παράδοξα της Γερμανίας

2.         Παρατηρήσεις σχετικά με τα ισχύοντα γερμανικά φορολογικά και κοινωνικά συστήματα

      3.    Το άνισο γερμανικό συνταξιοδοτικό καθεστώς

      4.    Τα φορολογικά έσοδα και έξοδα του κράτους και των κοινωνικών θεσμών το 2015

      5.     Οι αιτίες του προβλήματος

      6.     Οι δυνατές αρνητικές συνέπειες του ισχύοντος συστήματος

      7.     Πρόταση μεταρρύθμισης του φορολογικού και του κοινωνικού συστήματος

      8.     Θετικές επιπτώσεις του προτεινόμενου φορολογικού συστήματος

      9.      Πόσο θα κόστιζε το νέο σύστημα με τα δεδομένα (φόροι και εισφορές) του 2015

      10.    Επιχειρήματα ενάντια στην πρόταση





 1.   Τα παράδοξα της Γερμανίας

Η Γερμανία θεωρείται σήμερα σαν μία από τις πιο πλούσιες χώρες όχι μόνον της Ευρώπης αλλά και όλου του κόσμου. Το απόλυτο ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ) είναι με 3.134 δις € (2016)[i] το υψηλότερο των Χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) καθώς και το τέταρτο στον κόσμο μετά από αυτό των ΗΠΑ, της Κίνας και της Ιαπωνίας[ii].

Επίσης το κατά κεφαλήν εισόδημα με 38.781 €[iii] ήταν το 2016 το έκτο κατά σειρά στις 17 χώρες της Ευρωζώνης και το όγδοο στις 28 χώρες της ΕΕ. Το μέσο εισόδημα από εξαρτημένη και από ελεύθερη εργασία καθώς και από όλα τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία το 2016 για κάθε εργαζόμενο ανήρχετο στα 54.400 €[iv].  

Το ποσοστό ανεργίας στο τέλος του 2016 ήταν επίσης με 6,1%[v] το χαμηλότερο[vi] των χωρών της ΕΕ. Στο τέλος δε του 2017 έφτασε στο 5,3%[vii], ένα ποσοστό που κατά τους οικονομολόγους αγγίζει τα όρια της πλήρης απασχόλησης. Ο αριθμός των εργαζομένων αυξάνεται συνεχώς και αυτό θα συνεχιστεί και το 2018 σύμφωνα με τις προβλέψεις ενός από τα μεγαλύτερα Ινστιτούτα Οικονομικών Ερευνών (Ifo) του Πανεπιστημίου του Μονάχου. Οι προβλέψεις για το 2018 είναι πολύ αισιόδοξες και αναμένεται 2,6% αύξηση του ΑΕΠ. Η γερμανική οικονομία βρίσκεται σε αναβρασμό, όπως λέει ο Πρόεδρος του Ινστιτούτου, κ. Clemens Fuest. Και αυτό ισχύει σχεδόν για όλους τους κλάδους. Η ανάπτυξη θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη αν δεν έλειπαν από τη γερμανική αγορά εργασίας πάνω από 700 χιλιάδες ειδικά εργατικά χέρια. 

Δημοσκοπήσεις δείχνουν επίσης ότι πάνω από το 60% του γερμανικού πληθυσμού είναι ευχαριστημένοι με το σημερινό επίπεδο ευημερίας.

Αυτή είναι η μία πλευρά του γερμανικού θέματος, υπάρχει όμως και η άλλη που επισκιάζει τα προαναφερθέντα. Και εδώ βρίσκεται το γερμανικό παράδοξο.

2.   Παρατηρήσεις σχετικά με τα ισχύοντα γερμανικά φορολογικά και κοινωνικά συστήματα

Σύμφωνα με δημοσιεύματα μέσων ενημέρωσης, υπάρχουν σήμερα στη Γερμανία, μία χώρα με περίπου 82 εκατομμύρια κατοίκους, 36 βαθύπλουτα άτομα[viii] που κατέχουν 279 δις € σε εισοδήματα και περιουσιακά στοιχεία. 41 εκατομμύρια των φτωχότερων του πληθυσμού της Γερμανίας, δηλαδή το 50% των Γερμανών, κατέχουν το ίδιο ποσό.

Αυτό σημαίνει πως κάθε άτομο των 36 αυτών βαθύπλουτων Γερμανών κατέχει 7,75 δις €, κατά μέσο όρο, ενώ κάθε άτομο των 41 εκατομμυρίων φτωχότερων Γερμανών μόνο 6.805 €.  

Μία άλλη στατιστική αναφέρει ότι το 10% του γερμανικού λαού κατέχει το 50% του υπάρχοντος πλούτου σε εισοδήματα και περιουσιακά στοιχεία, ενώ το 90% των Γερμανών κατέχει το υπόλοιπο.

Αν οι στατιστικές αυτές είναι αληθείς – και πρέπει να είναι, αφού μέχρι σήμερα δεν διαψεύστηκαν - είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι τα τελευταία 70 περίπου χρόνια έχει κυβερνηθεί η Γερμανία περισσότερο από χριστιανοδημοκρατικά, χριστιανοκοινωνικά, φιλελεύθερα και από σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Πράγματι, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κυβερνάται μέχρι σήμερα από τα δημοκρατικά αυτά κόμματα, και προφανώς είναι αυτά υπαίτια για την εξέλιξη αυτή.  

Η ειρωνεία της ιστορίας όμως είναι, ότι οι εκάστοτε κυβερνόντες και οι αντιπολιτευόμενοι πολιτικοί των γερμανικών κομμάτων, προσπαθώντας να δικαιολογήσουν την ταυτότητά τους ως δημοκράτες, δηλαδή χριστιανοδημοκράτες, σοσιαλδημοκράτες κ.τ.λ. συμμετάσχουν εντατικά σε μια δημόσια συζήτηση σχετικά με τα θέματα αυτά.

Συγκεκριμένα η κριτική αυτή συζήτηση έχει ως αντικείμενο τις οικονομικές, διανεμητικές και κοινωνικοπολιτικές επιπτώσεις των ισχυόντων συστημάτων φορολογίας, κοινωνικών εισφορών, επιδοτήσεων, συνταξιοδοτήσεων και ιατροφαρμακευτικών περιθάλψεων, που οι ίδιοι έχουν θεσμοποιήσει. Τα συστήματα αυτά είναι έτσι διαμορφωμένα, διαρθρωμένα και διατυπωμένα, μάλλον σκόπιμα, ώστε ο μέσος πολίτης, χωρίς τη βοήθεια ειδικών εμπειρογνωμόνων, ελάχιστα να κατανοεί τους λόγους της ύπαρξής τους και διάρθρωσής τους.

Το οξύμωρο στην περίπτωση αυτή είναι ότι οι υπαίτιοι, δηλαδή οι πολιτικοί καθώς και οι επιστημονικοί σύμβουλοί τους, οι οποίοι είναι και οι υπαίτιοι της κατάστασης αυτής, είναι αυτοί που σήμερα ασκούν κριτική στο υπάρχον σύστημα!

Αντικείμενο της κριτικής τους – που εκφράζεται συνήθως πριν από τις εκλογικές περιόδους – είναι:

·        ο μεγάλος αριθμός των φόρων,

·        η σχετικά υψηλή φορολογία,

·        η άνιση και ασαφής κατανομή των φόρων,

·        η τρομερά δαπανηρή και μη διαφανής χρηματοδότηση του κοινωνικού συστήματος,

·        η άνιση και ασαφής κατανομή των κοινωνικών εισφορών, δηλαδή η άνιση κατανομή των βαρών χρηματοδότησης του κοινωνικού συστήματος,

·        η ασαφής κατανομή των επιδοτήσεων και των κοινωνικών επιδομάτων κλπ.

Επιπρόσθετα πρέπει να αναφερθεί εδώ και το πλέον άδικο σύστημα συνταξιοδότησης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, το οποίο πλέον σποραδικά γίνεται αντικείμενο κριτικής από τους πολιτικούς και τους ειδικούς, αλλά ποτέ δεν καθιστά σοβαρό θέμα συζήτησης στη λεγόμενη κοινή γνώμη, που εκφράζεται από τα μέσα ενημέρωσης.

3.  Το άνισο γερμανικό συνταξιοδοτικό καθεστώς

Το υπάρχων γερμανικό συνταξιοδοτικό και ιατροφαρμακευτικό καθεστώς διαχωρίζει τους εργαζόμενους (και στη συνέχεια τους συνταξιούχους) σε δύο κατηγορίες.

Η πρώτη κατηγορία είναι μία ειδική ρύθμιση, που αφορά ένα ελάχιστο μέρος εργαζόμενων του δημοσίου τομέα. Αυτοί ανέρχονται σήμερα σε περίπου 1,8 εκατομμύρια, δηλαδή το 40% του συνόλου των δημοσίων υπαλλήλων και το 4% του συνόλου όλων των εργαζομένων της Γερμανίας.

Οι λεγόμενοι „Beamte“ (ανάλογος ελληνικός ορισμός δεν υπάρχει) τυγχάνουν μίας ειδικής μισθολογικής, συνταξιοδοτικής και ιατροφαρμακευτικής μεταχείρισης. Μέχρι τη συνταξιοδότησή τους θεωρούνται ως μόνιμοι υπάλληλοι (ισοβιότητα), δεν πληρώνουν κοινωνικές εισφορές ούτε για σύνταξη ούτε και για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, καθώς δεν έχουν το δικαίωμα της απεργίας.

Το 50% έως το 70% του κόστους για την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη χρηματοδοτείται από το κράτος. Η σύνταξή τους ανέρχεται έως το 71,75% των τελευταίων μηνιαίων αποδοχών τους, αν έχουν συμπληρώσει 40 χρόνια πλήρης υπηρεσίας. Για κάθε χρόνο, που υπολείπεται των 40 ετών υπηρεσίας, μειώνεται η μηνιαία σύνταξη κατά 1,794%.

Το κράτος (ως ο τέως εργοδότης τους) χρηματοδοτεί επίσης – χωρίς να έχουν προηγηθεί εισφορές - μέχρι και το 70% των εξόδων της ιατροφαρμακευτικής τους περίθαλψης.

Η δεύτερη κατηγορία εργαζομένων και συνταξιούχων είναι όλοι οι υπόλοιποι. Από τους σημερινούς συνταξιούχους προέρχονται περίπου 2,7 εκατομμύρια από τους μη προνομιούχους δημόσιους υπαλλήλους και περίπου 19 εκατομμύρια από τους τέως εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα. Όλοι αυτοί για να πάρουν τη μέγιστη δυνατή σύνταξη, περίπου το 45% του μισθού τους, πρέπει να έχουν εργαστεί και πληρώσει για 45 χρόνια ασφαλιστικές εισφορές.

Προφανώς για τους λόγους αυτούς κανένας από τους πολιτικούς και τους κάθε λογής ειδικούς, οι οποίοι και αυτοί έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους προνομιούχους συνταξιούχους (ανώτατους δημόσιους υπαλλήλους), δεν ενδιαφέρεται να προσεγγίσει το θέμα αυτό με την ανάλογη κριτική, σύμφωνα με τη γερμανική ρήση πως „κανείς δεν πριονίζει το κλαδί επάνω στο οποίο (ο ίδιος) κάθεται“.

Μια πραγματική λοιπόν μεταρρύθμιση του φορολογικού και κοινωνικού συστήματος θα έπρεπε να έχει σαν στόχο της και την εξάλειψη αυτής της ανισορροπίας και αδικίας στο συνταξιοδοτικό σύστημα. Αυτό όμως μέχρι σήμερα δεν γίνεται. Οι πολίτες δεν δραστηριοποιούνται, διότι προφανώς τους λείπει η απαραίτητη και διαφανής πληροφόρηση και γνώση επί του θέματος.

Οι δε πολιτικοί, αν υπάρξουν καμιά φορά αρνητικές οικονομικές συγκυρίες, που δημιουργούν στενότητες στη χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού, του υγειονομικού και του μακροχρόνιου συστήματος περίθαλψης, ειδικά των ηλικιωμένων και των περισσότερο ευάλωτων σε ασθένειες πολιτών, αναγκάζονται να βάζουν στην ημερήσια διάταξη μεταρρυθμιστικές προτάσεις, σχετικά με τη βελτίωση και τον εκσυγχρονισμό του φορολογικού και κοινωνικού συστήματος. Έτσι επαναλαμβάνονται κατά διαστήματα οι μόνιμες μεταρρυθμιστικές προτάσεις, όπως απλοποιήσεις και περικοπές φόρων, σταθεροποίηση των συνταξιοδοτικών παροχών, εξασφάλιση της χρηματοδότησης του υγειονομικού συστήματος κ.α.

Οι μεταρρυθμιστικές αυτές προτάσεις παρουσιάζονται με μεγάλη επιδεξιότητα και πειστικότητα

από τους πολιτικούς  – συνήθως προεκλογικά - και πείθουν κάθε φορά τους ψηφοφόρους για τον υποτιθέμενο σημαντικό τους ρόλο και την απαραίτητη και αναγκαία συμβολή τους στο πολιτικό και κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι. Όλα αυτά βέβαια ξεχνιούνται μετεκλογικά. Και αν ακόμη κάποια φορά ευοδωθεί μία μεταρρυθμιστική προσπάθεια, όχι μόνον δεν παύει να παραμένει εδραιωμένη και εγκλωβισμένη - κυρίως εξαιτίας της επιρροής των λόμπι και των ιδιαίτερων συμφερόντων των πολιτικών και των κρατικών υπαλλήλων - στις υπάρχουσες παρωχημένες δομές, αλλά αυξάνει συγχρόνως και το κόστος χρηματοδότησή της.

Οι συμπεριφορές αυτές των πολιτικών της Γερμανίας δημιούργησαν στις τελευταίες δεκαετίες την εντύπωση - όχι μόνον στους ειδικούς αλλά και σε αρκετούς πολίτες - ότι το ισχύον πολιτικό σύστημα, σε συνεργασία με μια διογκωμένη και γερά εδραιωμένη κρατική γραφειοκρατία, αποσκοπεί κυρίως να απασχολεί και να ευνοεί εκατοντάδες χιλιάδες φίλων και  ημετέρων ατόμων, που θεωρούνται απαραίτητα, για τη συλλογή, τη χρήση και γενικά τη κατανομή των φόρων και των κοινωνικών εισφορών.

Με άλλα λόγια η πολιτική εξουσία και η κρατική διοίκηση επιδιώκουν σκόπιμα να διατηρούν την προαναφερθείσα έλλειψη διαφάνειας στη χρηματοδότηση και λειτουργία των συστημάτων φορολογίας και κοινωνικής ασφάλισης, και επίσης να δικαιολογούν με επιτυχία έναντι των πολιτών τη δαπανηρή - στην υπάρχουσα εκτεταμένη μορφή - ύπαρξη τους με τις δήθεν απαραίτητες και κατά αυτούς ανιδιοτελείς δραστηριότητες τους.

Προφανώς, η εμπειρία των πολιτικών σχετικά με την συμπεριφορά των πολιτών απέναντι τους, τους έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα, απ’ ότι φαίνεται και από το αποτέλεσμα, στο ότι οι πολίτες έχουν συμβιβαστεί να ασκούν εθελοντικά την ιδιότητα του „χρήσιμου ηλίθιου“, αφού κάθε φορά ψηφίζοντάς τους, το επιβεβαιώνουν αυτό.

Η μέχρι τώρα σκληρή κριτική μου στα ισχύοντα φορολογικά και κοινωνικά συστήματα της Γερμανίας δεν πρέπει να δημιουργήσει την εντύπωση, ότι οφείλεται απλώς σε υποκειμενικούς και θεωρητικούς ισχυρισμούς, χωρίς αποδείξεις. Για τον λόγο αυτό θα ακολουθήσει στη συνέχεια η παρουσίαση της πραγματικότητας με τα στατιστικά στοιχεία της Γερμανίας.

Τα στατιστικά στοιχεία γύρω από τα κρατικά έσοδα και τις δαπάνες του οικονομικού έτους 2015 θα χρησιμοποιηθούν απλά σαν παράδειγμα. Στόχος μου είναι, να φανούν καθαρά, και με αριθμούς, πόσο τεράστια είναι τα ποσά που οι εργαζόμενοι της Γερμανίας εμπιστεύονται στους πολιτικούς για την διαχείρισή τους μέσω μιας άκρως δαπανηρής κρατικής γραφειοκρατίας.    

4.   Τα φορολογικά έσοδα και οι δαπάνες του κράτους και των κοινωνικών θεσμών το 2015

Το 2015 τα συνολικά φορολογικά έσοδα του γερμανικού κράτους ανήλθαν στα 673,26 δις €[ix].

Εξ αυτών τα 354,43 δις € (52,64%) προήλθαν από άμεση και τα 318,83 δις € (47,36%) από έμμεση φορολογία. Οι εισπράξεις των κοινωνικών ταμείων ανήλθαν στα 888,20 δις €[x].

 Η συνολική επιβάρυνση (φόροι και κοινωνικές εισφορές) των εργαζομένων ανήλθε το 2015 στα 1.562 δις €, δηλαδή στα 51,6%[xi] του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ).

 Όπως θα φανεί στη συνέχεια, η υπάρχουσα δομή των πολυάριθμων και σύνθετων εισοδηματικών φόρων και κοινωνικών εισφορών/δαπανών αποκρύπτει το πρόβλημα μιας άνισης κατανομής των φορολογικών και κοινωνικών αυτών επιβαρύνσεων, ιδιαίτερα εις βάρος των ατόμων με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα. Η κατάσταση αυτή δεν έχει μόνο αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση, αλλά δημιουργεί κοινωνικοπολιτικές στρεβλώσεις, ανισότητες και τελικά μπορεί να οδηγήσει σε αναταραχές.

Παρόλο που όλα αυτά, εδώ και χρόνια, γίνονται ολοένα και περισσότερο αντιληπτά σε πολλούς, δυστυχώς μόνον οριακά και σποραδικά γίνονται αντικείμενο συζήτησης στα μέσα ενημέρωσης.

Σήμερα, μόνο το γερμανικό αριστερό κόμμα (Die Linke) επισημαίνει τον κίνδυνο του ορατού πλέον ανοίγματος της ψαλίδας μεταξύ φτωχών και πλουσίων και το παρουσιάζει σαν το μεγάλο «κοινωνικό πρόβλημα» της Γερμανίας.  


Η υπάρχουσες ασάφειες, ανισότητες και περιπλοκότητες στο φορολογικό και κοινωνικό σύστημα   πηγάζουν:

  • πρώτον από τα τουλάχιστον 11 είδη[xii] άμεσων φόρων στα εισοδήματα και περιουσιακά στοιχεία,
  • δεύτερον από τα περίπου 22 είδη[xiii] έμμεσων φόρων στη χρήση των εισοδημάτων και
  • τρίτον, από τις ασάφειες και ανισότητες στην είσπραξη και κατανομή των πολυάριθμων κοινωνικών εισφορών και επιδομάτων.

Στην είσπραξη τους όχι μόνον δεν λαμβάνονται υπόψη όλα τα είδη εισοδημάτων, αλλά ούτε και το συνολικό μέγεθος του εισοδήματος από το οποίο αυτά προέρχονται. Συγκεκριμένα, το σημερινό γερμανικό σύστημα είσπραξης κοινωνικών εισφορών βασίζεται μόνο επάνω σε ένα μέρος του συνολικού εισοδήματος της εξαρτώμενης εργασίας. Το ανώτατο όριο αυτού του ποσού, που είναι η πηγή είσπραξης των κοινωνικών εισφορών, καθορίζεται ετησίως.

Αυτή η σύντομη παρουσίαση του τρόπου είσπραξης των κρατικών φόρων και εισφορών δείχνει πολύ καθαρά ότι τα χαμηλά και τα μεσαία εισοδήματα συμβάλλουν δυσανάλογα στα δημόσια κοινωνικά έσοδα. Έτσι, εκτός του ότι δεν υπάρχει δίκαιη κατανομή, το γεγονός αυτό ενεργεί επί πλέον αρνητικά ως προς την δυσανάλογη κατανομή του κοινωνικού κόστους και σε πολλούς άλλους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας.

6.  Οι δυνατές αρνητικές συνέπειες του ισχύοντος συστήματος

Η ανισότητα της κατανομής των φορολογικών επιβαρύνσεων βασίζεται, όπως ήδη αναφέρθηκε, στο γεγονός ότι με το ισχύον φορολογικό σύστημα εισπράττονται σχεδόν τα μισά φορολογικά έσοδα μέσω έμμεσων φόρων. Στα πλαίσια δε της χρηματοδότης του κοινωνικού συστήματος δεν λαμβάνονται υπόψη όλα τα εισοδήματα.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα επιβαρύνονται σχεδόν πλήρως από τους έμμεσους φόρους και τις κοινωνικές εισφορές, το μεγαλύτερο μέρος δε των υψηλών εισοδημάτων επιβαρύνεται μόνο κατά εν μέρει αναλογία με το μέγεθος χρηματοδότησής του φορολογικού και κοινωνικού συστήματος.

Η πολιτική αυτή των κρατικών εισπράξεων επηρεάζει επίσης αρνητικά την οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση. Και αυτό διότι μέσω του είδους της δόμησης του φορολογικού συστήματος και αυτού των κοινωνικών εισφορών, αυξάνεται και το κόστος παραγωγής, στη συνέχεια οι τιμές των προϊόντων, επηρεάζοντας αρνητικά την διεθνή ανταγωνιστικότητα της γερμανικής οικονομίας.

Το σύστημα έχει επίσης αρνητικό αντίκτυπο και στην εκάστοτε οικονομική συγκυρία, αφού επιβαρύνει τους καταναλωτές με χαμηλό και μέσο εισόδημα δυσανάλογα σε σχέση με τους καταναλωτές με υψηλά εισοδήματα, έχοντας αρνητικές επιπτώσεις στη συνολική καταναλωτική ζήτηση.

Επιπλέον, η πολυπλοκότητα είσπραξης φόρων και κοινωνικών εισφορών καθώς και μια ασαφής ανακατανομή βάσει κοινωνικών επιδομάτων και επιδοτήσεων, απαιτούν μια ογκώδη και δαπανηρή κρατική γραφειοκρατία.

Όλες αυτές οι αρνητικές επιπτώσεις και συνέπειες, που με συντομία αναφέρθηκαν, θα μπορούσαν να αποφευχθούν σχεδόν εντελώς, εάν κάποιο πολιτικό κόμμα που κυβερνάει ή μπορεί στο απώτερο μέλλον να κυβερνήσει, είχε το σθένος να εξαγγείλει και να πραγματοποιήσει μια ριζική μεταρρύθμιση ολόκληρου του φορολογικού και κοινωνικού συστήματος. Βέβαια μία τέτοια μεταρρύθμιση μόνο τότε θα είχε πιθανότητα να υποστηριχθεί από το εκλογικό σώμα, αν παρουσιαζόταν απλά, κατανοητά και η υποσχόμενη από τη μεταρρύθμιση ανακατανομή των φορολογικών και κοινωνικών βαρών και ωφελειών γινόταν για τον πολίτη με απόλυτη διαφάνεια. Η πρόταση, που ακολουθεί στη συνέχεια, ευελπιστεί σε μία τέτοια παρουσίαση.

7.   Πρόταση μεταρρύθμισης του φορολογικού και του κοινωνικού συστήματος

Η πρόταση βασίζεται στην ιδέα ότι όλες οι φορολογικές και κοινωνικές επιβαρύνσεις των πολιτών θα πρέπει να βασίζονται όχι μόνο στο σύνολο των εισοδημάτων, αλλά να γίνονται ανάλογα με το ύψος τους.

Σε μία ελεύθερη οικονομία της αγοράς τα εισοδήματα προέρχονται από ποικίλες πηγές όπως:

·         από μισθωτή εργασία,

·         από εργασία ελευθέρων επαγγελμάτων,

·         από κέρδη περιουσιακών εισοδηματικών αποδόσεων (επιχειρήσεις, μετοχές κατοικίες, οικόπεδα κτλ.),

·         από τόκους,

·         από συντάξεις και

·         από κάθε είδους επιδόματα και κοινωνικές (κρατικές) παροχές.     



Προτείνεται:

(1)                  Το σύνολο των εισοδημάτων, απ’ όπου αυτά και να προέρχονται, να αποδίδει μόνον έναν άμεσο φόρο. Αυτός θα πρέπει να αποτελεί αποκλειστικά το μοναδικό έσοδο του κράτους. Από αυτό να χρηματοδοτούνται όλες οι δημόσιες ανάγκες και δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένου και του κόστους της κοινωνικής ασφάλισης (συντάξεις, ιατροφαρμακευτική και νοσηλευτική περίθαλψη κ.α.). Πρώτη άμεση επίδραση μιας τέτοιας ρύθμισης θα είναι η αύξηση της πραγματικής αγοραστικής δύναμης του καθαρού εισοδήματος όλων των πολιτών, αφού δεν θα υπάρχουν έμμεσοι φόροι.

(2)                  Από το σύνολο των ετησίων εισοδημάτων 15.000 € είναι αφορολόγητα (το αφορολόγητο).

(3)                  Σε όλους τους μη εργαζόμενους πολίτες (μη εισοδηματίες πάσης ηλικίας και φύλου) να χορηγείται από το κράτος ένα ετήσιο ακαθάριστο εισόδημα 15.000 € (βασικό ετήσιο εισόδημα). Το εισόδημα αυτό να φορολογείται με 20%. Λόγω όμως του σχετικά υψηλού κόστους στέγασης των νοικοκυριών ενός ατόμου αυτό να μειώνεται στο 10%.

(4)                  Κάθε άτομο (εργαζόμενο ή μη) σε περίπτωση ασθένειας, ατυχήματος ή μακροχρόνιας αδυναμίας για εργασία, να δικαιούται πλήρη κρατική χρηματοδότηση ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης.

(5)          Σε περίπτωση ασθένειας του εργαζόμενου να χορηγείται μέχρι 3 μήνες το μηνιαίο εισόδημα του.

(6)         Σε περίπτωση ανεργίας να χορηγείται για ένα έτος το 70% του μηνιαίου του εισοδήματος, αν ο άνεργος εργάστηκε ανελλιπώς για τουλάχιστον δύο έτη. Το εισόδημα να χορηγείται για ενάμιση έτη, αν ο άνεργος εργάστηκε ανελλιπώς για περισσότερα από 10 χρόνια και για 2 έτη, αν υπήρξε ανελλιπής απασχόληση για τουλάχιστον 30 χρόνια.

(7)        Το ύψος της σύνταξης να εξαρτάται από το χρονικό διάστημα απασχόλησης και από το ποσό του καταβληθέντος φόρου στο διάστημα αυτό. Το ύψος της σύνταξης - σε απασχόληση σαράντα πέντε ετών – να μη μπορεί να υπερβαίνει το 70,2% του μέσου εισοδήματος των τελευταίων 10 ετών απασχόλησης. Κάθε πλήρες έτος απασχόλησης να συγκεντρώνει 1,56% του μέσου εισοδήματος των τελευταίων 10 ετών (45 x 1,56% = 70,2%).

(8)       Η υψηλότερη ετήσια σύνταξη να μη μπορεί να υπερβαίνει τον ετήσιο μισθό του/της Ομοσπονδιακού Καγκελαρίου.

(9)         Όσοι έχουν εργαστεί 45 χρόνια ανελλιπώς και είναι τουλάχιστον 65 ετών να συνταξιοδοτούνται με πλήρη σύνταξη.

(10)     Το σύνολο των ετήσιων εισοδημάτων φυσικών και νομικών προσώπων που υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 € να φορολογούνται μέχρι 30.000 € με 20%, τα επόμενα 30.000 € με 30%, τα επόμενα 30.000 € με 40%, τα επόμενα 30.000 € με 50%, τα επόμενα 30.000 € με 60% και όλα τα επόμενα εισοδήματα φορολογούνται με 70%.

Αυτή η πλήρη απλοποίηση του φορολογικού συστήματος συντελεί ώστε κάθε φορολογούμενος να μπορεί να υπολογίσει μόνος του - χωρίς τη βοήθεια φορολογικού συμβούλου - όλα τα φορολογικά του βάρη με τον ακόλουθο πίνακα 1:



Πίνακας 1:

Εισόδημα
σε 
Οριακό Ποσοστό
κράτησης
Συνολικός Φόρος
σε €
Μέσο ποσοστό
κράτησης
Έως    30.000
                10%
                    3.000  =    3.000
                 10,00%
Έως    60.000
                30%
    3.000  +   9.000  =  12.000   
                 20,00%
Έως    90.000
                40%
  12.000  + 12.000  =  24.000
                 26,67%
Έως  120.000
                50%
  24.000  + 15.000  =  39.000
                 32,50%
Έως  150.000
                60%
  39.000  + 18.000  =  57.000
                 38,00%
Έως  180.000
                70%
  57.000  + 21.000  =  78.000
                 43,33%
Έως  210.000
                70%
  78.000  + 21.000  =  99.000
                 47,14%
Έως  240.000
                70%
  99.000  + 21.000  = 120.000
                 50,00%
Έως  270.000
                70%
120.000  +  21.000  = 141.000
                 52,22%
Έως  300.000
                70%
141.000  +  21.000  = 162.000
                 54,00%



Ο κάτωθι πίνακας 2 δείχνει ότι με την εφαρμογή του προτεινόμενου συστήματος η ετήσια φορολογική επιβάρυνση του συνολικού εισοδήματος μέχρι 230.000 € θα είναι μικρότερη από τη σημερινή.



 Πίνακας 2:


Εισόδημα

Κρατήσεις

Μέση
Κράτηση

Οριακή
Κράτηση
Κρατήσεις ενός εργαζομένου σήμερα
Φόροι + Εισφορές = Σύνολο

Μέση
Έως 30.000
3.000
10,00 %
20,00%
6.339 +   5.903 =   12.242
40,81%
Έως 60.000
12.000
20,00%
30,00%
19.394 + 10.802 =  30.196
50,33%
Έως 90.000
24.000
26,66%
26,66%
33.821 + 12.992 =  46.813
52,01%
Έως 120.000
39.000
32,50%
50,00%
48.248 + 12.992 =   61.240
51,03%
Έως 150.000
57.000
38,00%
60,00%
62.675 + 12.992 =   75.667
50,44%
Έως 180.000
78.000
43,33%
70,00%
77.102 + 12.992 =   90.094
50,05%
Έως 210.000
99.000
47,14%
70,00%
91.529 + 12.992 = 104.521
49,77%
Έως 240.000
120.000
50,00%
70,00%
105.956 + 12.992 = 118.948
49,56%
Έως  270.000
141.000
52,00%
70,00%
120.383 + 12.992  = 133.375
49.40%
Έως  300.000
162.000
54,00%
70,00%
134.810 + 12.992 = 147.802
49.27%
Έως  330.000
183.000
55,45%
70,00%
235.799 + 12.992 = 248.791
48,78%
Έως1.000.000
652.000
65,20%
70,00%


Έως 2.000.000
1.352.000
67,60%
70,00%


Έως 2.500.000
1.702.000
68,08%
70,00%


Έως 3.000.000
2.052.000
68,40%
70,00%






(1)     Το βασικό εισόδημα απελευθερώνει τους ανθρώπους από υπαρξιακές ανησυχίες και φόβους που συνδέονται μ’ αυτή.

(2)     Η απαλλαγή από τους υπαρξιακούς φόβους απελευθερώνει και δραστηριοποιεί συγχρόνως υπάρχουσες καινοτόμες παραγωγικές δραστηριότητες.

(3)     Η οικονομία μέσω των καινοτομιών και μέσω της αύξησης της καταναλωτικής ζήτησης (λόγω κατάργησης των έμμεσων φόρων και των κοινωνικών εισφορών) γίνεται όλο και περισσότερο δυναμική και ανταγωνιστική.

(4)     Το βασικό εισόδημα δεν συμβάλει μόνο στη λύση του προβλήματος της εκούσιας απόκτησης παιδιών, αλλά οδηγεί στην αύξηση της συχνότητα των γεννήσεων, μειώνοντας έτσι σημαντικά το υπάρχων δημογραφικό πρόβλημα.

(5)     Με τη μεταρρύθμιση του φορολογικού και κοινωνικού συστήματος δημιουργείται μια τεράστια απλοποίηση και διαφάνεια στη φορολογία και στη διεκπεραίωση της κοινωνικής ασφάλισης.

(6)     Εξαλείφονται οι πολυάριθμοι, ποικίλοι και περίπλοκοι ειδικοί φόροι καθώς και τα πολυάριθμα και ασαφή συστήματα επιδοτήσεων.

(7)     Καταργούνται τα συνταξιοδοτικά ταμεία, τα ταμεία ασφάλισης υγείας, καθώς και τo συνταξιοδοτικό προνομιούχο ταμείο ορισμένων δημόσιων υπαλλήλων.

(8)     Μειώνονται τουλάχιστον κατά ένα τρίτο οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι πολιτικοί που σήμερα λείπουν από τον ιδιωτικό τομέα, μειώνοντας έτσι τη διογκωμένη και δαπανηρή γραφειοκρατία και απελευθερώνοντας τους φορολογούμενους από πληρωμές δισεκατομμυρίων € στο δημόσιο.  

 (9)    Εξαλείφονται όλες οι ανησυχίες και οι φόβοι των πολιτικών σχετικά με τη μελλοντική χρηματοδότηση των συντάξεων και των ταμείων υγείας.

(10)   Η απασχόληση στις εφορίες αυξάνεται σημαντικά και θα χρειαστεί πολύ περισσότερο προσωπικό.




Το σύνολο των δημοσίων εισπράξεων στη Γερμανία ήταν το 2015 1.561.460 δις €.  Αυτό το ποσό κάλυψε όλες τις δημόσιες δαπάνες της Γερμανίας το 2015.

Ο πληθυσμός της Γερμανίας το 2015 ήταν περίπου 82 εκατομμύρια. Από αυτά, περίπου 43 εκατομμύρια εργάζονταν. Περίπου 20 εκατομμύρια ήταν συνταξιούχοι και περίπου 19 εκατομμύρια ήταν παιδιά, μαθητές, φοιτητές και άλλα ανενεργά άτομα (ασθενείς, άνεργοι κλπ.).

Η τελευταία ομάδα των 19 εκατομμυρίων ατόμων ήταν αυτοί που θα λάμβαναν το προτεινόμενο βασικό εισόδημα. Αυτοί θα κόστιζαν στο κράτος όλο το χρόνο περίπου 214 δις €[xiv] (19.000.000 x 15.000 – 25% κρατήσεις = 213,75 δις €). Οι 20 εκατομμύρια συνταξιούχοι θα κόστιζαν με το νέο σύστημα το 70,2% του μέσου εισοδήματος τους στα τελευταία δέκα έτη απασχόλησης τους, αν είχαν βέβαια εργαστεί 45 έτη. Επειδή τα στατιστικά στοιχεία όλων των μεμονωμένων συνταξιούχων από το 2006 μέχρι το 2015 (10 έτη) δεν είναι διαθέσιμα, ας υπολογιστεί η μέση σύνταξή τους από το μέσο εθνικό ακαθάριστο συνολικό εισόδημα όλων των εργαζομένων από το 2006 μέχρι 2015 (εισοδήματα από εξαρτημένη και ελεύθερη εργασία, από περιουσιακά στοιχεία κλπ.).

Τα μέσα συνολικά ετήσια εισοδήματα (2006-2015) ανέρχονταν το 2015 στα 1.996.780 δις €. Αυτά προήλθαν - κατά μέσο όρο – από περίπου 41 εκατομμύρια εργαζόμενους. Τότε το μέσο ακαθάριστο εισόδημά τους στο διάστημα των 10 ετών θα ήταν 48.702 € (1.996.780 : 41 = 48.702), η μέση ετήσια ακαθάριστη σύνταξή τους θα ανερχόταν το 2015 στα 34.189 € (48.702 x 0,702 = 34.189 €) και η καθαρή ετήσια μέση σύνταξη που θα πλήρωνε τελικά το κράτος για κάθε συνταξιούχο θα ήταν 29.932 €  [48.702 x 0,702 – (15.000 x 0,20 + 4.257 x 0,30) = 29.932]. Η συνολική χρηματοδότηση των 20 εκατομμυρίων συντάξεων θα απαιτούσε το 2015 με το νέο σύστημα 599 δις € (20 εκατ. x 29.932 = 598,64 δις €).

Αν προστεθούν και τα 365 δις € που κόστισε το 2015 το σύστημα υγείας, τότε οι συνολικές δαπάνες του κράτους για το βασικό εισόδημα, για τις συντάξεις και το σύστημα υγείας θα ανέρχονταν περίπου στα 1.180.000 δις € (214 + 599 + 365 = 1.178 δις € ). Το νέο σύστημα χρηματοδοτείται επομένως άνετα με τα συνολικά έσοδα του 2015 (1.561 δις €).


(α)     Το καθ’ εξοχήν επιχείρημα που προβάλλεται είναι ότι ένα τέτοιο σύστημα κρατικών κρατήσεων - σε συνδυασμό με τη χορήγηση σε όλους τους μη εργαζόμενους ενός βασικού εισοδήματος - είναι σχεδόν αδύνατο να χρηματοδοτηθεί. Όμως, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί. Και όπως προκύπτει από τα συνολικά έσοδα του 2015 περίπου 384 δις € είναι επί πλέον διαθέσιμα για τη χρηματοδότηση όλων των υπολοίπων κρατικών δαπανών.
(β)       Ένα δεύτερο επιχείρημα είναι ότι η χορήγηση ενός γενικού βασικού εισοδήματος θα μείωνε την προθυμία για εργασία (οδηγεί σε τεμπελιά δηλαδή) και υποκινεί τους ανθρώπους να αρνούνται παραγωγικές δραστηριότητες. Αν όμως υποθέσουμε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θέλουν απλώς να ζουν, αλλά να ζουν με οικονομική άνεση και ότι αν απελευθερώνονταν από τους υπαρξιακούς τους φόβους, θα προτιμούσαν να επεδίωκαν μια ικανοποιητικά πληρωμένη εργασία που θα τους εξασφάλιζε μια άνετη ζωή, τότε το επιχείρημα της απροθυμίας για εργασία εξασθενίζει σημαντικά. Τέλος, το ισχύον σήμερα σύστημα κοινωνικών παροχών στη Γερμανία (Hartz IV) όχι μόνον δεν είναι φθηνότερο αλλά και δεν παρέχει - ιδιαίτερα σε άτομα που ζουν μόνα τους – ένα ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης.


[iv]    Βλέπε 3
1. Steuern auf Einkommen und Vermögen                              
1.1    Lohnsteuer
1.2    veranlagte Einkommensteuer
1.3    nicht veranlagte Steuern vom Ertrag
1.4    Körperschaftsteuer
1.5    Abgeltungsteuer auf Zins- und Veräußerungserträge
1.6    Solidaritätszuschlag
1.7    Vermögensteuer
1.8    Grunderwerbsteuer
1.9    Grundsteuer Α
1.10  Grundsteuer B  
1.11  Gewerbesteuer
1.12  Erbschaftsteuer    
[xiii]                                            2.      Steuern auf die Einkommensverwendung                          
2.1   Umsatzsteuer
2.2   Einfuhrumsatzsteuer
2.3   Versicherungssteuer
2.4   Kfz-Steuer
2.5   Energiesteuer
2.6   Stromsteuer
2.7   Zölle
2.8   Luftverkehrsteuer
2.9   Kernbrennstoffsteuer
2.10 Tabaksteuer
2.11 Branntweinsteuer
2.12 Alkopopsteuer
2.13 Schaumweinsteuer
2.14 Zwischenerzeugnis Steuer
2.15 Biersteuer
2.16 Kaffeesteuer
2.17 Pauschalierte Einfuhrabgaben
2.18 Sonstige Bundessteuern
2.19 Rennwett- und Lotteriesteuer
2.20 Feuerschutzsteuer
2.21 Sonstige Gemeindesteuern
I.      Direkte Steuern (1 + 2.1)  = 354.428 Mio.€                                                                            
II.     Indirekte Steuern (2.2 + 3) = 318.833 Mio.€
III.    Steuereinnahmen insgesamt = 673.261 Mio.€
[xiv] 19.000.000 x 15.000 – 25% κρατήσεις = 213,75 δις €)